ασυνθηκολόγητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνθηκολόγητος η ασυνθηκολόγητη το ασυνθηκολόγητο
      γενική του ασυνθηκολόγητου της ασυνθηκολόγητης του ασυνθηκολόγητου
    αιτιατική τον ασυνθηκολόγητο την ασυνθηκολόγητη το ασυνθηκολόγητο
     κλητική ασυνθηκολόγητε ασυνθηκολόγητη ασυνθηκολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνθηκολόγητοι οι ασυνθηκολόγητες τα ασυνθηκολόγητα
      γενική των ασυνθηκολόγητων των ασυνθηκολόγητων των ασυνθηκολόγητων
    αιτιατική τους ασυνθηκολόγητους τις ασυνθηκολόγητες τα ασυνθηκολόγητα
     κλητική ασυνθηκολόγητοι ασυνθηκολόγητες ασυνθηκολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνθηκολόγητος < α- + συνθηκολογώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυνθηκολόγητος

  1. που δεν έχει συνθηκολογήσει με άλλον ή δεν μπορεί να συνθηκολογήσει
  2. ασυμβίβαστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]