ασυντρόφευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυντρόφευτος < α- στερητικό + συντροφεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυντρόφευτος, -η, -ο
- ο απομακρυσμένος, ξεμοναχιασμένος
- ο χωρίς σύντροφο ή συντροφιά
- περνά τις μέρες του στην ερημιά, μόνος και ασυντρόφευτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυντρόφευτος