ασυντόνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ασυντόνιστος
- (για μουσικό όργανο) που δεν έχει συντονιστεί, δεν κουρδίστηκε στον ίδιο τόνο
- (μτφ.) όχι συγχρονισμένος, συνδυασμένος με άλλον
- φαινόταν ότι ήταν αγχωμένος, γιατί έκανε συνέχεια ασυντόνιστες κινήσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυντόνιστος