ασυνόδευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσυνόδευτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνόδευτος η ασυνόδευτη το ασυνόδευτο
      γενική του ασυνόδευτου της ασυνόδευτης του ασυνόδευτου
    αιτιατική τον ασυνόδευτο την ασυνόδευτη το ασυνόδευτο
     κλητική ασυνόδευτε ασυνόδευτη ασυνόδευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνόδευτοι οι ασυνόδευτες τα ασυνόδευτα
      γενική των ασυνόδευτων των ασυνόδευτων των ασυνόδευτων
    αιτιατική τους ασυνόδευτους τις ασυνόδευτες τα ασυνόδευτα
     κλητική ασυνόδευτοι ασυνόδευτες ασυνόδευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνόδευτος < ελληνιστική κοινή ἀσυνόδευτος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυνόδευτος

  • ο χωρίς συνοδό ή συνοδεία
    τα βρέφη ποτέ δεν πρέπει να μένουν ασυνόδευτα μέσα στο σπίτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]