ασυνόριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνόριστος η ασυνόριστη το ασυνόριστο
      γενική του ασυνόριστου της ασυνόριστης του ασυνόριστου
    αιτιατική τον ασυνόριστο την ασυνόριστη το ασυνόριστο
     κλητική ασυνόριστε ασυνόριστη ασυνόριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνόριστοι οι ασυνόριστες τα ασυνόριστα
      γενική των ασυνόριστων των ασυνόριστων των ασυνόριστων
    αιτιατική τους ασυνόριστους τις ασυνόριστες τα ασυνόριστα
     κλητική ασυνόριστοι ασυνόριστες ασυνόριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνόριστος < α- στερητικό + *συνορίζω ως τύπος του συνορεύω, αοριστικό θέμα συνορισ- + -τος [1] Διαφορετικής ετυμολογίας τα συνορίζομαι και ασυνόριστα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.siˈno.ri.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐νό‐ρι‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυνόριστος

  1. συνώνυμο του ασύνορος, απεριόριστος, που δεν έχει σύνορο
  2. ασυγκράτητος, αδέσμευτος, ανεξάρτητος που δεν έχει τέλος ή φραγμούς
    ασυνόριστος χαραχτήρας
  3. άμετρος, υπερβολικός, που δεν έχει όριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Λέξεις με ασυνορ- με διαφορετικές ετυμολογίες και σημασίες: → δείτε σχόλιο στο σύνορο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ασυνόριστοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας