ασυνόριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνόριστος < α- στερητικό + *συνορίζω ως τύπος του συνορεύω, αοριστικό θέμα συνορισ- + -τος [1] Διαφορετικής ετυμολογίας τα συνορίζομαι και ασυνόριστα.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.siˈno.ri.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐νό‐ρι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνόριστος
- συνώνυμο του ασύνορος, απεριόριστος, που δεν έχει σύνορο
- ασυγκράτητος, αδέσμευτος, ανεξάρτητος που δεν έχει τέλος ή φραγμούς
- ↪ ασυνόριστος χαραχτήρας
- άμετρος, υπερβολικός, που δεν έχει όριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σύνορο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Λέξεις με ασυνορ- με διαφορετικές ετυμολογίες και σημασίες: → δείτε σχόλιο στο σύνορο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνόριστος
→ δείτε τις λέξεις ασύνορος, ασυγκράτητος και άμετρος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ασυνόριστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας