ασυρματίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυρματίστρια < ασυρματιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασυρματίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη ασυρματιστής