ασφάλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασφάλεια | οι | ασφάλειες |
γενική | της | ασφάλειας | των | ασφαλειών |
αιτιατική | την | ασφάλεια | τις | ασφάλειες |
κλητική | ασφάλεια | ασφάλειες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφάλεια < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀσφάλεια [1]
- παροχή προστασίας < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sécurité, sûreté
- σχετικά με ασφαλιστική κάλυψη < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική insurance & γαλλική assurance
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ˈsfa.li.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφάλεια θηλυκό, γενική: της ασφάλειας και της ασφαλείας· χωρίς πληθυντικό στις σημασίες 1-5
- το να νιώθει κάποιος ότι είναι κανείς ασφαλής απέναντι σε κινδύνους
- η οικογένεια μπορεί να προσφέρει το αίσθημα της ασφάλειας στα μέλη της
- η τήρηση της δημόσιας τάξης
- σώματα ασφαλείας
- (με κεφαλαίο αρχικό) Παράρτημα της αστυνομίας το οποίο στελεχώνεται από αστυνομικούς με πολιτική περιβολή (μη ένστολους) με σκοπό τις παρακολουθήσεις υπόπτων και εξαρθρώσεις σπειρών κακοποιών.
- ※ Ένα μεσημέρι ήρθε η Ασφάλεια και δήλωσε πως θα κάνει έρευνα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- η διατήρηση της ειρήνης
- το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ
- η έλλειψη σφάλματος, η βεβαιότητα
- μπορεί κανείς να συμπεράνει με σχετική ασφάλεια ότι ...
- ασφαλιστική εταιρεία, εταιρεία που ασφαλίζει τους πελάτες της έναντι κινδύνων, εισπράττει από αυτούς ασφάλιστρα και τους αποζημιώνει αν υποστούν κάποια βλάβη για την οποία έχουν ασφαλιστεί
- το ασφαλιστικό συμβόλαιο που έχει υπογράψει ένας ασφαλισμένος με την ασφαλιστική εταιρεία
- μηχανισμός που προστίθεται σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο και προστατεύει από υπερβολική τάση
- μηχανισμός που προστατεύει μια συσκευή, ένα όπλο, μια εγκατάσταση από ατύχημα, υπερφόρτωση, τυχαία εκπυρσοκρότηση κλπ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εθνική ασφάλεια (National security): αναφέρεται στην απαίτηση της επιβίωσης ενός κράτους μέσω της χρήσης πολιτικής, στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής ισχύος. Σύμφωνα όμως με τον πολιτικό επιστήμονα Χάνς Μοργκεντάου ορίζεται ως η διατήρηση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους και των θεσμών του κράτους.
- κενό ασφάλειας
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφάλεια
[επεξεργασία]
- ↑ «ασφάλεια» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)