ασφακόμελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασφακόμελο τα ασφακόμελα
      γενική του ασφακόμελου των ασφακόμελων
    αιτιατική το ασφακόμελο τα ασφακόμελα
     κλητική ασφακόμελο ασφακόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασφακόμελο < ασφάκα + μέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασφακόμελο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]