ασφαλίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφαλίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του ασφαλίτης
- ※ Ποια είναι η αστυνομικός που συνέλαβε τους δύο άντρες που έδερναν και βίαζαν ιερόδουλες στην Αθήνα; Πώς έφτασε στα ίχνη τους η νεαρή ασφαλίτισσα; (Πρωταγωνιστές: Ο Σταύρος Θεοδωράκης επιστρέφει στην τηλεόραση - Πότε κάνει πρεμιέρα, ΕΘΝΟΣ, 25/10/2021 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ασφαλίτης
ασφαλίτισσα
|