ασφαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ασφαλιστής < ασφαλίζω, ασφαλισ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insurer [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sfa.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σφα‐λι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφαλιστής αρσενικό (θηλυκό ασφαλίστρια)
- (επάγγελμα) το πρόσωπο (ιδιώτης επαγγελματίας, υπάλληλος ή ιδιοκτήτης εταιρείας) που διαχειρίζεται ασφαλιστικά προϊόντα (που ασφαλίζει) και, ιδιαίτερα, ο ασφαλιστικός πράκτορας ή ο ιδιοκτήτης ασφαλιστικής εταιρείας
- ↪ έκανα παζάρια με τον ασφαλιστή και κέρδισα μια χαμηλή τιμή για την ασφάλεια του αυτοκινήτου μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ασφαλής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ασφαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)