ασφαλώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφαλώς < αρχαία ελληνική ἀσφαλῶς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασφαλώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαλώς
|
Δείτε επίσης : ἀσφαλῶς |
ασφαλώς
|