ασχημοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασχημοσύνη < αρχαία ελληνική ἀσχημοσύνη < ἀσχήμ(ων) + -οσύνη < σχῆμα < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασχημοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) απρέπεια, άπρεπη ή άσεμνη συμπεριφορά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασχημοσύνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)