ασύγχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασύγχρονος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική asynchrone[1] < α- στερητικό + σύγχρονος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈsiŋ.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σύγ‐χρο‐νος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασύγχρονος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (ηλεκτρολογία) εναλλασόμενου ρεύματος
- ↪ ασύγχρονος κινητήρας
- που διενεργείται σε δύο διαφορετικά τμήματα, σε διαφορετικούς μεταξύ τους χρόνους
- (πληροφορική) λειτουργία (πχ. συνάρτηση) σε υπολογιστή που εκτελείται παράλληλα με άλλες συναφείς λειτουργίες χωρίς να περιμένει την ολοκλήρωσή τους [2]
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις σύγχρονος και χρόνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασύγχρονος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ασύγχρονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ (αγγλικά) Asynchronous JavaScript. Πρόσβαση 2020-11-17.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)