ασύλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασύλητος | η | ασύλητη | το | ασύλητο |
γενική | του | ασύλητου | της | ασύλητης | του | ασύλητου |
αιτιατική | τον | ασύλητο | την | ασύλητη | το | ασύλητο |
κλητική | ασύλητε | ασύλητη | ασύλητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασύλητοι | οι | ασύλητες | τα | ασύλητα |
γενική | των | ασύλητων | των | ασύλητων | των | ασύλητων |
αιτιατική | τους | ασύλητους | τις | ασύλητες | τα | ασύλητα |
κλητική | ασύλητοι | ασύλητες | ασύλητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύλητος < αρχαία ελληνική ἀσύλητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύλητος, -η, -ο
- που δε συλήθηκε, δε λεηλατήθηκε
- στην περιοχή βρέθηκαν δύο ασύλητοι μακεδονικοί τάφοι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύλητος