ασύλληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασύλληπτος < ελληνιστική κοινή ἀσύλληπτος < αρχαία ελληνική ἀ- (στερητικό) + συλλαμβάνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incompréhensible)
Επίθετο
[επεξεργασία]ασύλληπτος
- που διαφεύγει τη σύλληψη
- ο δραπέτης των φυλακών παραμένει ασύλληπτος
- που δεν μπορεί να τον συλλάβει (κατανοήσει ή αντιληφθεί) το ανθρώπινο μυαλό, το αδιανόητο
- το ασύλληπτο μυστήριο του Θεού
- το μέγεθος της καταστροφής είναι ασύλληπτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασύλληπτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)