ασύμβατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύμβατος < αρχαία ελληνική ἀσύμβατος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύμβατος, -η, -ο
- που δεν ταιριάζει με κάτι άλλο ή δεν συνεργάζεται καλά με κάτι άλλο· μη συμβατός
- αυτή η συμπεριφορά είναι ασύμβατη με το χώρο του σχολείου