ασύνταχτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύνταχτα < ασύνταχτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασύνταχτα
- άλλη μορφή του ασύντακτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύνταχτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασύνταχτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασύνταχτος