ασύντριπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύντριπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀσύντριπτος < αρχαία ελληνική συντρίβω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύντριπτος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν έχει συντριφτεί ή δεν μπορεί να συντριφτεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύντριπτος