ασύρματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασύρματα < ασύρματος +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ασύρματα

  • με ασύρματο τρόπο, χωρίς τη μεσολάβηση καλωδίων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]