ασώματο πάγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ασώματο πάγιο
- (λογιστική) το πάγιο που δεν έχει φυσική υπόσταση (ευρεσιτεχνία, δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. κλπ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασώματο πάγιο