ασώματο πάγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασώματο πάγιο < → δείτε τις λέξεις ασώματος και πάγιο

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ασώματο πάγιο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]