ατάλαντου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈta.lan.du/

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ατάλαντου αρσενικό ή ουδέτερο