ατέλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατέλεια οι ατέλειες
      γενική της ατέλειας των ατελειών
    αιτιατική την ατέλεια τις ατέλειες
     κλητική ατέλεια ατέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτέλεια[1] < ἀτελής< ἀ- στερητικό + τέλος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈte.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τέ‐λει‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ατέλεια θηλυκό

  1. η έλλειψη υποχρέωσης για πληρωμή δασμών ή φόρων, η απαλλαγή από αυτούς.
  2. το ελάττωμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]