ατέλειωτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατέλειωτα < ατέλειωτος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ατέλειωτα και ατελείωτα

  1. χωρίς τέλος, χωρίς πέρας
    δουλεύει ατέλειωτα
  2. με πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια, χωρίς να φαίνεται να υπάρχει τέλος
    γλεντάγαμε ατέλειωτα
  3. (αργκό) χωρίς όρια, ανεξάντλητα
    μου λείπεις ατέλειωτα


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]