ατέντωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατέντωτος η ατέντωτη το ατέντωτο
      γενική του ατέντωτου της ατέντωτης του ατέντωτου
    αιτιατική τον ατέντωτο την ατέντωτη το ατέντωτο
     κλητική ατέντωτε ατέντωτη ατέντωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατέντωτοι οι ατέντωτες τα ατέντωτα
      γενική των ατέντωτων των ατέντωτων των ατέντωτων
    αιτιατική τους ατέντωτους τις ατέντωτες τα ατέντωτα
     κλητική ατέντωτοι ατέντωτες ατέντωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατέντωτος < α- + τεντώ(νω) + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈten.do.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

ατέντωτος, -η, -ο

  • ο μη τεντωμένος, που δεν τεντώθηκε ή δεν τεντώνεται, χαλαρός
    το καλοκαίρι, εξαιτίας της διαστολής των σωμάτων από τη ζέστη, τα καλώδια στους πυλώνες είναι ατέντωτα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]