αταξίδευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αταξίδευτος η αταξίδευτη το αταξίδευτο
      γενική του αταξίδευτου της αταξίδευτης του αταξίδευτου
    αιτιατική τον αταξίδευτο την αταξίδευτη το αταξίδευτο
     κλητική αταξίδευτε αταξίδευτη αταξίδευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αταξίδευτοι οι αταξίδευτες τα αταξίδευτα
      γενική των αταξίδευτων των αταξίδευτων των αταξίδευτων
    αιτιατική τους αταξίδευτους τις αταξίδευτες τα αταξίδευτα
     κλητική αταξίδευτοι αταξίδευτες αταξίδευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αταξίδευτος < α- στερητικό + ταξιδεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

αταξίδευτος, -η, -ο

  • που δεν ταξίδεψε ακόμη
    μέσα στο λιμάνι, βρίσκεται ένα ολοκαίνουργιο αταξίδευτο καράβι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]