αταξίδευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αταξίδευτος, -η, -ο
- που δεν ταξίδεψε ακόμη
- μέσα στο λιμάνι, βρίσκεται ένα ολοκαίνουργιο αταξίδευτο καράβι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αταξίδευτος
|