Μετάβαση στο περιεχόμενο

ατελής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατελής η ατελής το ατελές
      γενική του ατελούς* της ατελούς του ατελούς
    αιτιατική τον ατελή την ατελή το ατελές
     κλητική ατελή(ς) ατελής ατελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατελείς οι ατελείς τα ατελή
      γενική των ατελών των ατελών των ατελών
    αιτιατική τους ατελείς τις ατελείς τα ατελή
     κλητική ατελείς ατελείς ατελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατελής < αρχαία ελληνική ἀτελής < ἀ- στερητικό + τέλος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ατελής -ής -ές

  1. με ατέλειες, όχι τέλειος, όχι ολοκληρωμένος
  2. που δεν επιβαρύνεται με τέλη, δασμούς ή φόρους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]