ατελεσφόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατελεσφόρητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀτελεσφόρητος < ἀ- + αρχαία ελληνική τελεσφόρος < τέλος + φέρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.te.leˈsfo.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τε‐λε‐σφό‐ρη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ατελεσφόρητος, -η, -ο
- (λόγιο) άλλη μορφή του ατελέσφορος
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ατελέσφορος, τέλος και φέρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατελεσφόρητος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)