ατζεμλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατζεμλής < τουρκική acem (από την Περσία, περσικός στα Τούρκικα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατζεμλής αρσενικό

  • ο καταγόμενος από την Περσία, λέξη που ήταν σε χρήση την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]