ατιμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατιμάζω < αρχαία ελληνική ἀτιμάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.tiˈma.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]ατιμάζω (παθητική φωνή: ατιμάζομαι)
- ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσω από κάποιον την τιμή και υπόληψή του
- (ειδικότερα) ξεπαρθενιάζω, ξεπαρθενεύω ή βιάζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ατιμάζω | ατίμαζα | θα ατιμάζω | να ατιμάζω | ατιμάζοντας | |
β' ενικ. | ατιμάζεις | ατίμαζες | θα ατιμάζεις | να ατιμάζεις | ατίμαζε | |
γ' ενικ. | ατιμάζει | ατίμαζε | θα ατιμάζει | να ατιμάζει | ||
α' πληθ. | ατιμάζουμε | ατιμάζαμε | θα ατιμάζουμε | να ατιμάζουμε | ||
β' πληθ. | ατιμάζετε | ατιμάζατε | θα ατιμάζετε | να ατιμάζετε | ατιμάζετε | |
γ' πληθ. | ατιμάζουν(ε) | ατίμαζαν ατιμάζαν(ε) |
θα ατιμάζουν(ε) | να ατιμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ατίμασα | θα ατιμάσω | να ατιμάσω | ατιμάσει | ||
β' ενικ. | ατίμασες | θα ατιμάσεις | να ατιμάσεις | ατίμασε | ||
γ' ενικ. | ατίμασε | θα ατιμάσει | να ατιμάσει | |||
α' πληθ. | ατιμάσαμε | θα ατιμάσουμε | να ατιμάσουμε | |||
β' πληθ. | ατιμάσατε | θα ατιμάσετε | να ατιμάσετε | ατιμάστε | ||
γ' πληθ. | ατίμασαν ατιμάσαν(ε) |
θα ατιμάσουν(ε) | να ατιμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ατιμάσει | είχα ατιμάσει | θα έχω ατιμάσει | να έχω ατιμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ατιμάσει | είχες ατιμάσει | θα έχεις ατιμάσει | να έχεις ατιμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ατιμάσει | είχε ατιμάσει | θα έχει ατιμάσει | να έχει ατιμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ατιμάσει | είχαμε ατιμάσει | θα έχουμε ατιμάσει | να έχουμε ατιμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ατιμάσει | είχατε ατιμάσει | θα έχετε ατιμάσει | να έχετε ατιμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ατιμάσει | είχαν ατιμάσει | θα έχουν ατιμάσει | να έχουν ατιμάσει |
|