ατλάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατλάζι τα ατλάζια
      γενική του ατλαζιού των ατλαζιών
    αιτιατική το ατλάζι τα ατλάζια
     κλητική ατλάζι ατλάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατλάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική atlas < αραβική اطلس (atlas, σατέν, λείος, μαύρος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατλάζι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]