ατμοκινήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ατμοκινήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ατμοκίνηση
- εναλλακτικά: ατμοκίνησης
ατμοκινήσεως θηλυκό