ατμομηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.tmo.mi.xaˈni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατμομηχανή θηλυκό
- (μηχανολογία): μηχανή που λειτουργεί χάρη στον ατμό και μετατρέπει εν μέρει τη θερμότητα σε κινητική ενέργεια, παλαιού τύπου κινητήρια μηχανή τρένων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατμομηχανή