ατμόλουτρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατμόλουτρο τα ατμόλουτρα
      γενική του ατμόλουτρου των ατμόλουτρων
    αιτιατική το ατμόλουτρο τα ατμόλουτρα
     κλητική ατμόλουτρο ατμόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατμόλουτρο < ατμό- + λουτρό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατμόλουτρο ουδέτερο

  • λουτρό με καυτό ατμό. Χρησιμοποιείται & για θεραπεία λόγω της επιρροής του ατμού στο σώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]