Μετάβαση στο περιεχόμενο

ατμόπλοιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατμόπλοιο τα ατμόπλοια
      γενική του ατμόπλοιου
& ατμοπλοίου
των ατμόπλοιων
& ατμοπλοίων
    αιτιατική το ατμόπλοιο τα ατμόπλοια
     κλητική ατμόπλοιο ατμόπλοια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νορβηγικό ατμόπλοιο (1886)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατμόπλοιο < ατμό- + πλοῖο(ν), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική steamship[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ατμόπλοιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]