ατομικίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατομικίστρια < ατομικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατομικίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ατομικιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατομικίστρια