ατομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατομικός | η | ατομική | το | ατομικό |
γενική | του | ατομικού | της | ατομικής | του | ατομικού |
αιτιατική | τον | ατομικό | την | ατομική | το | ατομικό |
κλητική | ατομικέ | ατομική | ατομικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατομικοί | οι | ατομικές | τα | ατομικά |
γενική | των | ατομικών | των | ατομικών | των | ατομικών |
αιτιατική | τους | ατομικούς | τις | ατομικές | τα | ατομικά |
κλητική | ατομικοί | ατομικές | ατομικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατομικός < άτομ(ο) + -ικός < αρχαία ελληνική ἄτομον (άκοπο, άτμητο)
- που σχετίζεται με έναν άνθρωπο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individuel, personnel
- για τον όρο της φυσικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atomique < αρχαία ελληνική ἄτομον [1]
- για τους όρους λογικής, μαθηματικών, πληροφορικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική atomic < αρχαία ελληνική ἄτομον
Επίθετο[επεξεργασία]
ατομικός, -ή, -ό
- που αφορά ένα άτομο αντί για ομάδα ανθρώπων
- ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις, ατομική ψυχολογία, ατομική φωνολογία ή φωνολογία του ατόμου
- ≈ συνώνυμα: προσωπικός
- ≠ αντώνυμα: συλλογικός
- (φυσική)
- (φιλοσοφία) που είναι αδύνατο να χωριστεί
- (νεολογισμοί: λογική, μαθηματικά, γλωσσολογία)
- ↪ νεολογικοί όροι επιστημών από τα αγγλικά, όπως ατομική έννοια (atomic concept), ατομική πρόταση (atomic sentence, atomic proposition), ατομικός κανόνας (atomic rule)
- (πληροφορική) σύνολο λειτουργιών που αντιμετωπίζονται σαν μία και αδιαίρετη (βλ. ατομικότητα)
- (πληροφορική) τιμή που λαμβάνεται σαν ολότητα και δεν πρέπει να υποδιαιρείται σε περισσότερες τιμές, όπως σε κάποιες περιπτώσεις μιά συμβολοσειρά (string)
- Αντίθετα από το μοντέλο ΟΣ που επιτρέπει σύνθετα και πλειότιμα γνωρίσματα, στο σχεσιακό μοντέλο κάθε γνώρισμα παίρνει ατομικές τιμές, δηλαδή μια απλή τιμή.[2]
- Mε τον όρο ατομικές (atomic) εννοούμε ότι καμιά τιμή από το πεδίο ορισμού δεν μπορεί να διασπαστεί, στα πλαίσια του σχεσιακού μοντέλου.[3]
- (νεολογισμοί: λογική, μαθηματικά, γλωσσολογία)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
{{({}}
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατομικός
φυσική, πληροφορική
[επεξεργασία]
- ↑ ατομικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 44, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
- ↑ Μ.Χατζόπουλος, 2009, Το Σχεσιακό Μοντέλο - Σχεσιακή Άλγεβρα, Σχεσιακός Λογισμός, σελ. 5. Προσπέλαση 2020-02-06
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)