ατομιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατομιστικά < ατομιστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ατομιστικά
- με σκοπό την εξυπηρέτηση ενός ατόμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατομιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ατομιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ατομιστικό