ατού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατού < (λόγιο δάνειο) γαλλική atout
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατού ουδέτερο άκλιτο
- οποιοδήποτε προτέρημα ή ιδιότητα που δίνει υπεροχή σε αυτόν που την έχει
- (χαρτοπαίγνιο) το χρώμα που ορίζεται ότι είναι ανώτερο από τα άλλα
- (χαρτοπαίγνιο) οποιοδήποτε χαρτί χρώματος που έχει οριστεί ως ατού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(χαρτοπαίγνια)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ατού
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)