ατριβής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀτριβής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατριβής η ατριβής το ατριβές
      γενική του ατριβούς* της ατριβούς του ατριβούς
    αιτιατική τον ατριβή την ατριβή το ατριβές
     κλητική ατριβή(ς) ατριβής ατριβές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατριβείς οι ατριβείς τα ατριβή
      γενική των ατριβών των ατριβών των ατριβών
    αιτιατική τους ατριβείς τις ατριβείς τα ατριβή
     κλητική ατριβείς ατριβείς ατριβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατριβής < αρχαία ελληνική ἀτριβής

Επίθετο[επεξεργασία]

ατριβής

  1. (παρωχημένο) (αρχαιοπρεπές) δύσβατος, απάτητος
  2. (παρωχημένο) (αρχαιοπρεπές) άπειρος, ατζαμής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]