ατρόχιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατρόχιστος < τροχίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ατρόχιστος
- που δεν είναι ακονισμένος, που δεν έχει τροχιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατρόχιστος
|