ατσάπιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈt͡sa.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τσά‐πι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ατσάπιστος
- που δεν έχει τσαπιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατσάπιστος
|