ατσέλεγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσέλεγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσέλεγος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Χρυσούλα Τσιγκρίτση-Κατσιανάκη, Κρητικά ετυμολογικά, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1989, σελ. 396 [1]