ατσίδας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈt͡si.ðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τσί‐δας

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατσίδας οι ατσίδες
      γενική του ατσίδα των ατσίδων
    αιτιατική τον ατσίδα τους ατσίδες
     κλητική ατσίδα ατσίδες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ατσίδας < θηλυκό ατσίδ(α) + κατάληξη αρσενικού -ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσίδας αρσενικό

  • μορφή αρσενικού για το θηλυκό ατσίδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ατσίδας: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ατσίδας θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]