ατυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατυχία οι ατυχίες
      γενική της ατυχίας των ατυχιών
    αιτιατική την ατυχία τις ατυχίες
     κλητική ατυχία ατυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατυχία < από το αρσενικό στερητικό και το τύχη.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατυχία θηλυκό

  1. Η έλλειψη τύχης.
    Είχαμε μεγάλη ατυχία.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]