Μετάβαση στο περιεχόμενο

ατυχία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατυχία οι ατυχίες
      γενική της ατυχίας των ατυχιών
    αιτιατική την ατυχία τις ατυχίες
     κλητική ατυχία ατυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατυχία < από το αρσενικό στερητικό και το τύχη.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ατυχία θηλυκό

  • Η έλλειψη τύχης.
    Είχαμε μεγάλη ατυχία.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]