ατόλμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατόλμητος < αρχαία ελληνική ἀτόλμητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ατόλμητος, -η, -ο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του άτολμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατόλμητος
|