ατόρνευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ατόρνευτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει δεχτεί επεξεργασία από τόρνο
- (μεταφορικά) ακαλλιέργητος, αδούλευτος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τόρνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατόρνευτος
|