ατύχημα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ατύχημα | ατυχήματα |
γενική | ατυχήματος | ατυχημάτων |
αιτιατική | ατύχημα | ατυχήματα |
κλητική | ατύχημα | ατυχήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατύχημα < αρχαία ελληνική ἀτύχημα < ατυχέω, -ῶ < α- στερητικό + τύχη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατύχημα ουδέτερο
- δυσάρεστο γεγονός από ατυχία
- Είναι ατύχημα που η Ανθολογία είναι φτωχή σχετικά έκδοση. Αποτελεί, ωστόσο, πολύτιμο μικρό ψηφιδωτό της μεγάλης ευρωπαϊκής ποίησης (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 17-01-2002)
- δυσάρεστο συμβάν με μεγάλο κόστος καθώς επιφέρει υλική ζημιά ή τραυματισμό-θάνατο