αυγοκομμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυγοκομμένος η αυγοκομμένη το αυγοκομμένο
      γενική του αυγοκομμένου της αυγοκομμένης του αυγοκομμένου
    αιτιατική τον αυγοκομμένο την αυγοκομμένη το αυγοκομμένο
     κλητική αυγοκομμένε αυγοκομμένη αυγοκομμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυγοκομμένοι οι αυγοκομμένες τα αυγοκομμένα
      γενική των αυγοκομμένων των αυγοκομμένων των αυγοκομμένων
    αιτιατική τους αυγοκομμένους τις αυγοκομμένες τα αυγοκομμένα
     κλητική αυγοκομμένοι αυγοκομμένες αυγοκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυγοκομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυγοκόβω / αβγοκόβω

Μετοχή[επεξεργασία]

αυγοκομμένος