αυγούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυγούλα | οι | αυγούλες |
γενική | της | αυγούλας | — | |
αιτιατική | την | αυγούλα | τις | αυγούλες |
κλητική | αυγούλα | αυγούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυγούλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυγούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του αυγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αυγή
αυγούλα
|