αυθαδέστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυθαδέστατος | η | αυθαδέστατη & αυθαδεστάτη |
το | αυθαδέστατο |
γενική | του | αυθαδέστατου & αυθαδεστάτου |
της | αυθαδέστατης & αυθαδεστάτης |
του | αυθαδέστατου & αυθαδεστάτου |
αιτιατική | τον | αυθαδέστατο | την | αυθαδέστατη & αυθαδεστάτη |
το | αυθαδέστατο |
κλητική | αυθαδέστατε | αυθαδέστατη & αυθαδεστάτη |
αυθαδέστατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυθαδέστατοι | οι | αυθαδέστατες | τα | αυθαδέστατα |
γενική | των | αυθαδέστατων & αυθαδεστάτων |
των | αυθαδέστατων & αυθαδεστάτων |
των | αυθαδέστατων & αυθαδεστάτων |
αιτιατική | τους | αυθαδέστατους & αυθαδεστάτους |
τις | αυθαδέστατες | τα | αυθαδέστατα |
κλητική | αυθαδέστατοι | αυθαδέστατες | αυθαδέστατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυθαδέστατος < αυθάδ(ης) + -έστατος < αρχαία ελληνική αὐθαδέστατος
Επίθετο[επεξεργασία]
αυθαδέστατος, -η, -ο & αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος
- υπερθετικός βαθμός του αυθάδης, εξαιρετικά αυθάδης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυθαδέστατος
|